Στο περιθώριο… μιας τυρόπιτας

Κυριακή πρωί-πρωί βαδίζω σε μια πόλη που ακόμα κοιμάται.

Ψιλόβροχο, υγρασία, δρόμοι άδειοι και λίγο μελαγχολικοί νομίζω. Μπαίνω σε ένα ωραιότατο μαγαζί με τυροποιτοειδή και κάθε είδους λιχουδιά για να ψωνίσω. Είμαι με μια φίλη με προορισμό το σπίτι άλλης φίλης για Κυριακάτικο καφέ, χουχούλιασμα και στιγμές φιλικής χαλάρωσης.

Συνεχίζουμε τον δρόμο μας, αφού έχουμε εφοδιαστεί με ένα ωραιότατο πρωινό, και ανυπομονώ να φτάσουμε στον προορισμό μας για να απαλλαχτώ από το ψιλόβροχο και την υγρασία που με διαπερνά ως το κόκκαλο. Ολίγον μουτρωμένη, ολίγον ενοχλημένη σκέφτομαι πως θα ήταν καλύτερα αν η μέρα ήταν ηλιόλουστη… Ενδόμυχα σκέφτομαι μήπως είμαι και λίγο αχάριστη αλλά γρήγορα αυτή η σκέψη φεύγει από το μυαλό μου… Και τότε στον πεζόδρομο της Αγίας Θεοδώρας τρώω ένα ωραιότατο χαστούκι από τον καλό Θεό, για να ταρακουνηθεί ο εγκέφαλος μου και να καταλάβω πόσο καλά είμαι!

Το χαστούκι ήταν μια εικόνα, που αποτύπωσα για να μοιραστώ μαζί σας… Κι αν είναι μακρινή είναι από διακριτικότητα προς τον άνθρωπο που φωτογράφισα.
Έναν μοναχό ταλαιπωρημένο άνθρωπο που πολλές φορές έχω ξανά δει να περιφέρεται στα χαμένα στο κέντρο. Ένας άστεγος, καθισμένος σε ένα παγκάκι να βρέχεται και να κρυώνει, φορώντας ένας σακάκι ανίκανο να τον προστατέψει.

Στάθηκα και τον κοίταξα από μακριά, και ένιωσα την σακούλα με τις τυρόπιτες να βαραίνει αφύσικα το χέρι μου και να μου κόβεται η όρεξη… Κι ένιωσα το παλτό μου υπερβολικό επάνω μου. Κι ένιωσα την καρδιά μου να βουτάει στην θλίψη χωρίς καμία πρόθεση υπερβολής. Κι ένιωσα τα μάτια μου να θολώνουν και το ψιλόβροχο, σαν βροχή μετεωριτών πάνω στο ανόητο κεφάλι μου!

Και ένιωσα ντροπή που ένιωθα πριν λίγο κακόκεφη κι αδικημένη από τον καιρό. Μηχανικά πήρα μέσα από την σακούλα την τυρόπιτα μου, και πήγα κοντά του.
– Καλημέρα φίλε! Επέτρεψε μου να σου δώσω αυτό.
Γύρισε και με κοίταξε. Με βλέμμα ανέκφραστο. Άρπαξε την τυρόπιτα και μου είπε ευχαριστώ…
– Να την φας του είπα…
Δάγκωσε μια μεγάλη μπουκιά και την υπόλοιπη την παράχωσε στο σακάκι του.
-Τι κάνεις Φάτην όλη…
– Θα πεινάσω κι αργότερα μου λέει, και ξαναγυρίζει το κεφάλι του από την άλλη μεριά…

Θέλω κάτι να του πω… όμως καμιά λέξη δεν βγαίνει από το στόμα μου… Σκέφτομαι πως η σακούλα μου είναι ακόμη γεμάτη… και πως δεν νοιάζομαι για το αν θα πεινάσω αργότερα… Σκέφτομαι πως το αυτονόητο για μένα, είναι ζήτημα επιβίωσης για τον άνθρωπο απέναντι μου…

Γυρίζω την πλάτη και φεύγω. Φεύγω και δεν μένω να του μιλήσω περισσότερο. Να μάθω περισσότερα για εκείνον. Φεύγω γιατί με περιμένουν οι φίλες μου σε ένα ζεστό σπιτικό για στιγμές χαλάρωσης. Τι με νοιάζει η βροχή και η υγρασία. Τι με νοιάζει ο άντρας στο παγκάκι… τι με νοιάζει η προσωπική του ιστορία… Φεύγω, προσπερνάω, όπως κάνουμε οι περισσότεροι. Και νομίζω ηλιθιωδώς, πως έκανα το χρέος μου δίνοντας μια τυρόπιτα σε έναν άνθρωπο, που η ζωή του έχει ρημάξει και η εγκατάλειψη είναι η μόνη του σύντροφος. Φεύγω ντροπιασμένη από την δύναμη αυτού του ανθρώπου, την δύναμη να ζει ακόμα κι έτσι και από την δική μου αδυναμία για ουσιαστική δράση… Η ηλιόλουστη μέρα που επιθυμούσα θα έρθει τελικά μόνο αν την επόμενη φορά μείνω και δώσω κάτι περισσότερο από μια τυρόπιτα!

Φωτεινή Κατσάλη

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *