ΣΗΜΕΡΑ: 30 χρόνια μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου

σαν σήμερα

Ένα βράδυ που άλλαξε πολλά σε ελάχιστο χρονικό διάστημα.

Ένα βράδυ που άλλαξε πολλά σε ελάχιστο χρονικό διάστημα

Το Τείχος του Βερολίνου ανεγέρθηκε στην καρδιά της πόλης το βράδυ μεταξύ της 12ης και της 13ης Αυγούστου του 1961 από τη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας (ΛΔΓ), η οποία επιχείρησε με αυτόν τον τρόπο να θέσει ένα τέλος στην ολοένα και αυξανόμενη φυγή των κατοίκων της προς την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (ΟΔΓ).

Καθώς η κίνηση μέσω του τείχους δεν μπορούσε να σταματήσει, το Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας αποφάσισε να επεκτείνει τον τοίχο με πολλούς φραγμούς στα σύνορα.Δεν επρόκειτο απλώς για ένα τείχος, αλλά για μια σύνθετη στρατιωτική κατασκευή, η οποία περιείχε δύο τείχη ύψους 3,6 μέτρων με διάδρομο περιπολίας, 302 παρατηρητήρια και συστήματα συναγερμού, 14.000 φύλακες, 600 σκυλιά και καλωδιωτά πλέγματα. Το τείχος ονομάστηκε και “ζώνη θανάτου” στη Δύση επειδή πολλοί σκοτώθηκαν κατά τη διαφυγή τους. Φαίνεται ότι οι Ανατολικογερμανοί συνοριοφύλακες και οι Σοβιετικοί στρατιώτες δεν δίσταζαν να πυροβολήσουν τους φυγάδες, 192 ανθρώπους να χάνουν τη ζωή τους. Κατά τη διάρκεια της παρακμής της ΛΔΓ το 1989, ο τοίχος έπεσε και η πτώση αυτή προκάλεσε το τέλος της δικτατορίας τους.

Η αποδυνάμωση της Σοβιετικής Ένωσης, η Περεστρόικα της οποίας ηγείτο ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, καθώς και το πείσμα των Ανατολικογερμανών οι οποίοι οργάνωσαν μεγάλες διαδηλώσεις, οδήγησαν στις 9 Νοεμβρίου 1989 στην πτώση του Τείχους, ανοίγοντας τον δρόμο για την επανένωση της Γερμανίας. Άνθρωποι ανέβηκαν πάνω στο Τείχος μπροστά από την Πύλη του Βρανδεμβούργου, 28 χρόνια μετά την ανόρθωσή του και πανηγυρίζουν για την πτώση που χώριζε έναν λαό και την έλευση και πάλι της ειρήνης.Η αρχή και το τέλος του Τείχους αποτέλεσαν σημαντικούς σταθμούς μιας ιστορικής εποχής, που ονομάζεται «Ψυχρός Πόλεμος».

Πώς χτίστηκε το Τείχος του Βερολίνου

Από το τέλος Ιουλίου του 1961 η διεθνής κοινότητα παρακολουθούσε ανήσυχα την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών γύρω από το θέμα του Δυτικού Βερολίνου.

Στις αρχές Ιουνίου το κλίμα των σχέσεων ανάμεσα στις υπερδυνάμεις ήταν θετικό. Ανεκτίμητης αξίας χαρακτήρισε τη συνάντησή του στη Βιέννη με τον Σοβιετικό ηγέτη Νικίτα Χρουστσόφ ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι. Μέγα και ενθαρρυντικό γεγονός τη χαρακτήρισε και ο Λεονίντ Μπρέζνιεφ. Κανείς δεν υποψιαζόταν τη ραγδαία επιδείνωση που θα ακολουθούσε, ούτε όταν αποκαλύφθηκε η επίδοση σοβιετικού υπομνήματος για το θέμα του Δυτικού Βερολίνου στο οποίο η Μόσχα απειλούσε με τη σύναψη χωριστής συνθήκης ειρήνης με τη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία και την προβολή εμποδίων στην ελεύθερη διακίνηση των δυτικών στρατιωτικών δυνάμεων προς το Δυτικό Βερολίνο, εάν οι Δυτικοί δεν υπέγραφαν συνθήκη ειρήνης με τη Γερμανία.

Η Δύση δεκαπέντε χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου καθυστερούσε εσκεμμένα στο θέμα αυτό. Ο λόγος για αυτό ήταν ότι δεν ήθελε να αναγνωρίσει επίσημα την ύπαρξη της Ανατολικής Γερμανίας ως χωριστού κράτους.

Αν και σταδιακά η ένταση αυξανόταν στο διπλωματικό πεδίο, η κοινή γνώμη αιφνιδιάστηκε όταν στις 25 Ιουλίου ο πρόεδρος Κένεντι απηύθυνε από ραδιοφώνου και τηλεοράσεως διάγγελμα προς τον αμερικανικό λαό σε δραματικούς τόνους: «Το Δυτικό Βερολίνο είναι κάτι περισσότερο από σύνδεσμος με τον ελεύθερο κόσμο, είναι φάρος ελπίδας πίσω από το σιδηρούν παραπέτασμα, είναι θυρίδα διαφυγής για τους πρόσφυγες».

Την επομένη ο Αμερικανός πρόεδρος ζήτησε από το Κογκρέσο εξουσιοδότηση για παράταση της στρατιωτικής θητείας κατά 12 μήνες και δυνατότητα επιστράτευσης 250.000 εφέδρων σε συνδυασμό με αύξηση των συμβατικών εξοπλισμών και άμεση αύξηση των στρατιωτικών κονδυλίων κατά 3,5 δισ. δολάρια. Η αγωνία έφτασε στο κατακόρυφο στις 5 Αυγούστου, όταν συναντήθηκαν στο Παρίσι οι υπουργοί Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών Ντιν Ρασκ, της Γαλλίας Κουβ ντε Μιρβίλ, της Μεγάλης Βρετανίας λόρδος Χιουμ και, σε κάποια φάση, της Δυτικής Γερμανίας Χάινριχ φον Μπρεντάνο, οι οποίοι υιοθέτησαν κοινή γραμμή για την αντιμετώπιση της κρίσης του Δυτικού Βερολίνου, είτε δια διαπραγματεύσεων είτε με πυρηνικό πόλεμο.

Η Σοβιετική Ένωση αντέδρασε βίαια. Μιλώντας από την τηλεόραση και το ραδιόφωνο δύο μέρες αργότερα ο Νικίτα Χρουστσόφ ήταν άκρως απειλητικός: «Διαθέτουμε τα αναγκαία στρατιωτικά μέσα για να μπορέσουμε, σε περίπτωση ιμπεριαλιστικής επίθεσης, όχι μόνο να καταφέρουμε συντριπτικό πλήγμα κατά του εδάφους των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά ταυτόχρονα να καταστήσουμε αβλαβείς τους συμμάχους του επιδρομέα και να καταστρέψουμε τις στρατιωτικές αμερικανικές βάσεις που είναι διεσπαρμένες σε όλο τον κόσμο».

Παράλληλα διεξάχθηκαν πυρετώδεις διαβουλεύσεις μεταξύ των ηγετών των χωρών που ήταν μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας με αποτέλεσμα να απευθύνουν, όπως αποκάλυψε στις 14 Αυγούστου η Πράβντα, μήνυμα προς την κυβέρνηση και τη Βουλή της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας να αποκαταστήσουν στα σύνορα του Δυτικού Βερολίνου μια τάξη που να αποτελεί σταθερό φραγμό εναντίον των υπονομευτικών δραστηριοτήτων που έχουν στόχο τις χώρες του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Τάξη η οποία θα εξασφαλίζει τον αποτελεσματικό έλεγχο και προστασία γύρω από ολόκληρο το Δυτικό Βερολίνο, συμπεριλαμβανομένων των συνόρων του με το δημοκρατικό Βερολίνο. Στις 12 Αυγούστου το υπουργικό συμβούλιο της Ανατολικής Γερμανίας υιοθέτησε πραγματικά σχετική απόφαση να κλείσουν τα σύνορα γύρω από τους δυτικούς τομείς του Βερολίνου.

Την αυγή της 13ης Αυγούστου χιλιάδες άνδρες του στρατού και της πολιτοφυλακής του ανατολικογερμανικού καθεστώτος χώρισαν με αγκαθωτά συρματοπλέγματα τους δύο τομείς της πόλης, που μέχρι τότε επικοινωνούσαν ελεύθερα. Μία εβδομάδα αργότερα τα συρματοπλέγματα άρχισαν να αντικαθίστανται από προκατασκευασμένα τμήματα τσιμεντένιων τοίχων. Έτσι δημιουργήθηκε το γνωστό Τείχος του Βερολίνου, που για τριάντα ολόκληρα χρόνια θα ήταν το σύμβολο της αποτυχίας ενός καθεστώτος. Κύριος λόγος της κατασκευής του ήταν όχι η προστασία από εξωτερική επιβουλή, αλλά ή αποτροπή μαζικής φυγής των κατοίκων του.Οι Δυτικοί διαμαρτυρήθηκαν έντονα, αλλά καθώς τα περιοριστικά μέτρα αφορούσαν μόνο τους Ανατολικογερμανούς και οι Σοβιετικοί φρόντιζαν να μη θιχτούν τα δικαιώματα των δυτικών δυνάμεων, οι αντιδράσεις τους περιορίστηκαν σε προφορικά ή γραπτά διαβήματα. Η ένταση αυξήθηκε κατακόρυφα όταν στις 31 Αυγούστου 1961 η Σοβιετική Ένωση προέβη σε δήλωση ότι θα επαναληφθούν οι δοκιμές πυρηνικών όπλων για να μπορεί να φτάσει το όπλο της τιμωρίας στην ίδια τη φωλιά του επιδρομέα. Από την επόμενη κιόλας ημέρα άρχισε μία πρωτοφανής σειρά 16 πυρηνικών σοβιετικών δοκιμών μέσα στον Σεπτέμβριο, η οποία κατέληξε στις 24 και 30 Οκτωβρίου σε δύο τρομοκρατικές δοκιμές υπερβομβών για την εποχή εκείνη, 30 και 50 μεγατόνων αντίστοιχα, που προκάλεσαν πανικό στη Δύση, καθώς οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ δεν διέθεταν πυρηνικά όπλα τόσο μεγάλης ισχύος.

Μετά την επίσκεψη του Σοβιετικού ηγέτη Μιχαήλ Γκορμπατσόφ στη Δυτική Γερμανία το 1989, η Ουγγαρία άνοιξε τα σύνορά της με την Αυστρία. Αυτό επέτρεπε τους Ανατολικογερμανούς να διαφύγουν προς τη Δύση. Εν τω μεταξύ οι διαμαρτυρίες και οι πορείες κατά της κυβέρνησης πλήθαιναν και τελικά στις 9 Νοεμβρίου 1989 οι περιορισμοί για τη διέλευση των συνόρων τερματίστηκαν.

Το Τείχος του Βερολίνου έπεσε τη νύχτα της Πέμπτης 9 προς Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 1989, έπειτα από 28 χρόνια. Στην πτώση του συνέβαλαν πολλοί παράγοντες με τον σημαντικότερο να θεωρείται η πολιτική του γενικού γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Στο τέλος της δεκαετίας του ’80 ο Γκορμπατσόφ κατήργησε το Δόγμα Μπρέζνιεφ και επέτρεψε στις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας να επιλέξουν ελεύθερα τον δρόμο που θα ακολουθούσε κάθε μία στην εσωτερική και διεθνή πολιτική.

Η επέτειος των 30 ετών από την Πτώση

Εφέτος συμπληρώνονται τριάντα χρόνια από την Πτώση και στο πλαίσιο των εορτασμών διοργανώνονται εκδηλώσεις, παραστάσεις, ξεναγήσεις, εκθέσεις, καλλιτεχνικές εγκαταστάσεις. Μάλιστα, αναμένεται οι επισκέπτες να ξεπεράσουν το ένα εκατομμύριο. Ωστόσο, η γιορτή επισκιάζεται τόσο από την εσωτερική όσο και από τη διεθνή κατάσταση, καθώς η Γερμανία βρίσκεται σε πολιτική κρίση με την άνοδο της Ακροδεξιάς και την πρωτοφανή απήχηση του λαϊκισμού.

Οι ηγέτες των χωρών του Ψυχρού Πολέμου είναι κραυγαλέα απόντες από τον φετινό εορτασμό.

«Το πνεύμα της αισιοδοξίας» που είδαμε πριν από τριάντα χρόνια, ακόμη και πριν από δέκα, δεν είναι σήμερα αντιληπτό, δήλωσε πριν από λίγες μέρες ο υπουργός Πολιτισμού του Βερολίνου Κλάους Λέντερερ, το γραφείο του οποίου είναι αρμόδιο για τις επετειακές εκδηλώσεις.

Περισσότερα από 10 εκατομμύρια ευρώ κόστισαν οι εκδηλώσεις αυτών των ημερών, εκ των οποίων τα 2,5 αφορούν υποδομές και μέτρα ασφάλειας. «Η διάθεση είναι κάπως στοχαστική, αλλά σίγουρα γιορτάζουμε. Κοιτάζουμε από κοινού πίσω στην ιστορία και συζητούμε για το μέλλον», σπεύδει να καθησυχάσει ο κ. Λέντερερ, σύμφωνα με το Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.

Σε μια προσπάθεια να δώσει στην επέτειο ακόμη πιο συμβολικό χαρακτήρα, ο ομοσπονδιακός υπουργός Εξωτερικών Χάικο Μάας, σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε σε ευρωπαϊκές εφημερίδες, έγραφε ότι αυτές οι μέρες αποτελούν μια ευκαιρία «να υπενθυμίσουμε στην Ευρώπη γιατί χρειάζεται να μείνει ενωμένη, ενώπιον αναδυόμενων γεωπολιτικών εντάσεων ανά τον κόσμο». Παραινέσεις από μεμονωμένες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες «φθάνουν σε μη ακούοντα ώτα» στη Μόσχα, στο Πεκίνο και, δυστυχώς όλο και περισσότερο, στην Ουάσιγκτον.

Η 25η επέτειος από την Πτώση του Τείχους το 2014 είχε θέσει στο επίκεντρο τους ηγέτες των χωρών που πρωταγωνίστησαν στα γεγονότα. Παρόντες, ο Μπαράκ Ομπάμα και ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ.