Εθιμα Πρωτοχρονιάς της Μικράς Ασίας

Δύο γιαγιάδες μιλούν για την παράδοση

Δύο γιαγιάδες μιλούν για την παράδοση

Οι Μικρασιάτισσες της Λήμνου Βασιλεία Μαρινάκη και Μαρία Ταμβάκη μιλούν στη Σταυρούλα Παλαιολόγου στο πλαίσιο έρευνας για το Αρχείο Πολιτιστικής Κληρονομιάς Λήμνου, και περιγράφουν τα ήθη και έθιμα των ημερών που έφεραν από την Μικρασία οι οικογένειές τους. Παραδοσιακά κάλαντα έψαλλαν τα παιδιά σε όλες τις γειτονιές, ενώ τα σπίτια ήταν γεμάτα γλυκά, λικέρ και μεζέδες που μύριζαν πατρίδα.

Β.Μ.: Ε, κείνα τα χρόνια, κόρη μου, τι γινόνταν κείνα τα χρόνια; Στολίζαμε το τραπέζι, η μαμά μου η καημένη, ό,τι είχε αποβραδίς ήθελε να τα βάλει πάνω στο τραπέζι.

Στ.Π.: Τα Χριστούγεννα;

Β.Μ.: Την Πρωτοχρονιά. Εμείς πια εκαθόμασταν ένα γύρω και δεν θα μιλήσει σε καμιά μας για να κάνει τη δουλειά της. Είχε ένα λάχανο και το τρυπούσε με ένα κλαδί από αμυγδαλιά, το τρυπούσε και το ’βαζε πάνω και κει πέρα πια κρεμούσε κάτι πραματάκια, τι είχε τώρα πάνω;… Μ.Τ.: Ένα κομμάτι τυράκι… Β.Μ.: …και είχε τώρα τις δίπλες, τα παραδοσιακά, εμείς τα λέγαμε μπουρεκάκια, αυτοί τώρα [εννοεί τους Λημνιούς] σαμσάδες που λένε. Τώρα η νύφη μου λέει, «φούρνισα σουσάμι», για να το κάνει σαμσάδες, γιατί αλλιώς είναι με το χέρι σου άμα το κάνεις. Και καλό να μη σου βγει, λες «το έκαμα εγώ, είναι δικό μου πράμα».

Μ.Τ.: Τα Χριστούγεννα, που λες, θέλα κάνουμε τα χριστόψωμα. Άλλες τα τυλίγανε [δείχνει ότι τα κάναν κουλούρα] αλλά και στρογγυλό που το κάνανε, θέλα κάνουν πάνω ένα σταυρό. Με το ίδιο ζυμάρι κάναν ένα σταυρό και βάζαν από πάνω. Β.Μ.: …με σουσαμάκι. Μ.Τ.: Να πάνε στα βαφτιστήρια ένα χριστόψωμο.

Στ.Π.: Αυτό δεν το κάνανε το Πάσχα;

Β.Μ.: Και το Πάσχα. Το ίδιο πράμα. Μπορώ να σου πω, πιο καλά. Στο ζυμάρι πρώτα απ’ όλα βάζουμε μαστίχα, στο νερό που το ζυμώναμε, το θερμό που λέμε τώρα εμείς, κόβεις φύλλα από δάφνη και το ρίχνεις μέσα… και τώρα αν θες το βάζεις. Εγώ ήβαλα. Τώρα βγήκαν αυτά τα… που φουσκώνουν και τα κάνουν.

Μ.Τ.: Και να σφάξουμε και την κότα, ή τον πετεινό, να φτιάξουμε τη σούπα, να βάλουμε στο τραπέζι τη σούπα τα Χριστούγεννα. Β.Μ.: Εγώ θέλω να φάω και σουπίτσα, πώς θα καταλάβω ότι σήμερα είναι τα Χριστούγεννα και κρύο, να φάμε τη σουπίτσα να ζεσταθούμε. Μ.Τ.: Είχαμε τη σούπα τα Χριστούγεννα.

Στ.Π.: Τώρα εσείς είσαστε και οι δύο δεύτερη γενιά Μικρασιάτισσες; Εδώ γεννηθήκατε;

Β.Μ.: Ναι, εδώ γεννηθήκαμε. Μ.Τ.: Όχι, η πρώτη γενιά είμαστε. Οι γονείς μας ήταν Μικρασιάτες. Τα παιδιά τους είμαστε εμείς. Τα παιδιά μας είναι η δεύτερη. Β.Μ.: Ναι, εμείς είμαστε η πρώτη γενιά που γεννηθήκαμε εδώ. Η μαμά μου τώρα πέθανε, το διάβασες, ενενήντα τεσσάρων χρονών. Πάνε δυο-τρία χρόνια. Εκείνοι ήτανε οι παθόντες, που τα περάσανε και τσι διωγμοί και…

Στ.Π.: Όταν ήρθανε εδώ πέρα οι γονείς σας κάναν τα έθιμα που φέραν από τη Μικρά Ασία;

Β.Μ.: Ό,τι μπορούσανε, τα κάνανε. Τα κάνανε. Μ.Τ.: …Αφού είπαμε ότι κάνανε τα χριστόψωμα –χριστόψωμα τα λέγανε τα κολίκια αυτά–, και μεγάλα που τα κάνανε, βάζανε το σταυρό πάνω. Β.Μ.: Και το ψωμί που κάναμε να πούμε, το βάζαμε, γιατί οι φούρνοι μας κείνο τον καιρό ήτανε με πλάκα, πάλι το βάζαμε στο ταψί και το κάναμε να πούμε για πιο καλό και βάζαμε πάλι το σταυρό. Μ.Τ.: Και χτυπούσαμε αυγό και το αλείβαμε και γυάλιζε από πάνω, και βάζαμε σουσάμι. Β.Μ.: Και λαδάκι κομμάτι μέσα και κάνει ένα χρώμα ωραίο. Και να μυρίζει πια το σπίτι!… Τώρα εμείς όμως οι παλιές, εμείς τώρα τα κάνουμε αυτά τα πράματα. Εγώ που έχω χάσει τον άνθρωπο μου, τώρα πάει στα τέσσερα χρόνια, και δηλαδή αυτό το πράμα ήθελα να το κάμω γω. Τα ζύμωσε η νύφη μου αλλά εγώ τα έπλασα για να μου μυρίσει το σπίτι ζυμάρι, όχι γλυκά και τέτοια.

Στ.Π.: Την παραμονή τι τραγούδια λέγατε; Κάλαντα;

Β.Μ.: Τραγούδια απάνω σ’ αυτά τα πράματα… Γιατί τα πιο μικρά δεν ξέρανε και εμείς τώρα που είμαστε πιο μεγάλες…

Στ.Π.: Λέγατε μικρασιάτικα κάλαντα;

Β.Μ.: Όχι μικρασιάτικα. Το ίδιο πράμα είναι από κει που ήρθανε. Αυτά λέγαμε για να τα μαθαίνουν και τα παιδιά μας.

Στ.Π.: Ποια δηλαδή;

Β.Μ.: «Χριστούγεννα Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου»… Τώρα το λένε κιόλας «Καλήν ημέρα άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας»… Μ.Τ.: Τον Άγιο Βασίλη λέγανε παλιά, αλλά δεν θυμάμαι πώς τον λέγανε.

Στ.Π.: Λένε ότι υπήρχε ένας Άγιος Βασίλης της προσφυγιάς. Τον έχετε εσείς εδώ πέρα; Το έχετε ακούσει ποτέ αυτό;

Μ.Τ.: Έλεγε η μαμά μου, που κρατάει χαρτί και καλαμάρι… Έλεγε πολλά αλλά εγώ δεν τα θυμάμαι, εκείνες οι γυναίκες λέγανε πολλά… Και τα Χριστούγεννα, που λες, είχαμε το τζάκι αναμμένο, μέχρι το πρωί ν’ ανάβει για να ζεσταθεί ο Χριστός, δεν το σβούσαμε το τζάκι. Β.Μ.: Και βάζαμε ξυλαράκια.

Στ.Π.: Και στρώνατε το τραπέζι αποβραδίς;

Μ.Τ.: Την Πρωτοχρονιά. Τα Χριστούγεννα το στρώναμε μεσημέρι.

Στ.Π.: Και γιατί το στρώνανε αποβραδίς το τραπέζι;

Β.Μ.: Να πάει ο Άγιος Βασίλης να…

Μ.Τ.: …να περάσει κι ο Χριστός να φάει, να μη βρει το τραπέζι άδειο, λέει. Να το βρει γεμάτο το τραπέζι.

Στ.Π.: Και τι βάζανε πάνω στο τραπέζι;

Β.Μ.: Και τι δεν βάζανε! Βάζανε λουκουμάδες, κατιμέρια, φοινίκια, κουραμπιέδες, αμύγδαλα, σταφίδες, μπακαλιάρο, οτιδήποτε είχανε οι ανθρώποι τα βάζανε γιατί δεν είχανε και περισσέματα. Μ.Τ.: Γλυκά, ξηροί καρποί, και κάνα μεζέ άμα είχανε, κάνα κομματάκι κρέας…

Στ.Π.: Εδώ πέρα έχουνε ένα έθιμο που σφάζουνε τα γουρτζέλια, κάνουνε το τάμα στο Χριστό. Εσείς το κάνατε αυτό;

Β.Μ.: Ο άντρας μου που έπαιζε όργανο, έπαιζε βιολί δηλαδή, πήγαν και κάναν ένα γάμο στον Κάσπακα και αυτοί το είχανε έθιμο. Αφού ξημερωθήκανε στο καφενείο, τον πήρανε με έναν άλλο φίλο, γιατί οι άλλοι φύγανε, να ’ρθεις να πάμε να σφάξουμε το γουρούνι, με συγχωρείτε. Μ.Τ.: Εκεί δεν θρέφαν, δεν κάναν τέτοια πράματα. Τα χοιρινά τα βρήκαν εδώ, οι Λημνιοί τα κάναν αυτά, οι ντόπιοι. Β.Μ.: Και παίζαν τραγούδια για να σφάξουν το γουρούνι, γιατί ήτανε ξημερωμένοι αλλά ήτανε φίλος και του κάνανε τη χάρη… Μου τα ’λεγε…

Μ.Τ.: Οι δικοί μας τα Χριστούγεννα αυτό κάνανε: κάνανε τη σούπα, να βάλουνε τη σούπα πάνω στο τραπέζι, να φάνε όλη η οικογένεια μαζί, το τζάκι όλη νύχτα να ανάβει, να πάνε στην εκκλησία το πρωί, την ώρα που θα χτυπήσει η καμπάνα. Β.Μ.: Τραγουδούσαμε:

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψιλή μου δεντρολιβανιά
κι αρχή, κι αρχή καλός μας χρόνος…
Κι αρχή που βγήκε ο Χριστός…
στη γη να περπατήσει…

και αυτό τώρα που λέει,

Βασίλη πόθεν έρχεσαι και δεν μας καταδέχεσαι,
κι από, κι από πού κατεβαίνεις και δεν μας, και δεν μας εσυντυχαίνεις,

…Πώς το λέει; Μ.Τ.: Κι ήπρεπε να περάσουνε παρέες πολλές απ’ το κάθε σπίτι, που είχανε το τραπέζι στρωμένο, να περάσει μια παρέα να φάνε, να πιούνε, μετά να έρθει η άλλη, ναι, παρέες συνέχεια, και να πούνε τον Άγιο Βασίλη και μετά να κάτσουν να πούνε άντε και του χρόνου να είμαστε καλά… Β.Μ.: Και να πούνε ύστερα τα δικά τους παραδοσιακά και ν’ αρχίσουνε να λένε…

Στ.Π.: Τι παραδοσιακά λέγανε;

Β.Μ.: Α, κει να δεις τραγούδια. [Αναπολούνε και οι δυο τους και μιλάνε και οι δυο μαζί]

Πού ’σουνα βρε πού ’σουνα και δεν εφαινόσουνα…

το ’λεγε ο μπαμπάς μου αυτό….

Βάλε με κόρη, βάλε με….

Β.Μ.: [απαγγέλλει]

Σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει.
Σ’ αυτό το σπίτι που ήρθαμε τα ράφια είναι ασημένια,
του χρόνου σαν ξανάρθουμε να ’ναι μαλαματένια.
Να πούμε και για την κυρά…

…και δεν ξέρω τι.

Αρχείο Πολιτιστικής Κληρονομιάς Λήμνου | Έρευνα: Σταυρούλα Παλαιολόγου | Επιμέλεια: Ελένη Λίβα | Απομαγνητοφώνηση: Άννα Βαζιργιαντζίκη.

Πηγή: ellinwnparadosi.blogspot.gr